Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους, αποτελεί ένα λεπτό – κατά την άποψη μου κυρίως ιδεολογικό ζήτημα- το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να ανακινεί όποτε εκτιμά οτι αυτό μπορεί να τον βοηθήσει, ερεθίζοντας το κομματικό του ακροατήριο. Αντίστοιχα οι δυνάμεις που αντιδρούν φοβικά σε οποιοδήποτε ενδεχόμενο αλλαγής στις νομικές σχέσεις των δύο φορέων, πολλές φορές αγνοούν τι πραγματικά ισχύει σήμερα και σε ποια νομικά πρόσωπα αφορά.
Έτσι, το αίτημα περί «διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους» πολλές φορές καλύπτει ένα βαθύτερο πολιτικό πρόταγμα, που στην πραγματικότητα απαιτεί και επιδιώκει τον διαχωρισμό Εκκλησίας-κοινωνίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αίτημα θρησκευτικού «αποχρωματισμού» του Συντάγματος με απαλοιφή του άρθρου 3 αλλά και του προοιμίου, το οποίο αναφέρεται «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδας». Στην πραγματικότητα οι σχέσεις των δύο φορέων είναι συνταγματικά ρυθμισμένες και δεν χρειάζεται καμία μεταβολή του κειμένου του Συντάγματος.
Σε αυτό το πνεύμα πληθαίνουν οι φωνές οι οποίες αναφέρονται στην laicité που πρέπει να έχει το κράτος ως προς τη σχέση του όχι μόνο με την Εκκλησία της Ελλάδος αλλά με τις θρησκείες γενικά. Η περίφημη laicité ή λαϊκότητα δεν είναι τίποτε άλλο από τον πλήρη αποχρωματισμό του κράτους από οποιαδήποτε θρησκεία, με τρόπο ενίοτε επιθετικό: δεν είναι η ανοχή όλων των θρησκειών στον δημόσιο χώρο εξ ίσου, όπως στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά η δυναμική εκδίωξη κάθε θρησκευτικής αξίωσης στον δημόσιο λόγο και χώρο, όπως στην περίπτωση της Γαλλίας. Η εφαρμογή της εντοπίζεται κυρίως στην Γαλλία, η οποία ακολουθεί ένα μοντέλο (μη-)σχέσεων εκκλησίας-κράτους ριζικά διαφορετικό από ό,τι ακολουθείται οπουδήποτε αλλού στην ευρωπαϊκή ήπειρο (με εξαίρεση κάποιες περιόδους επιβολής ολοκληρωτικών συστημάτων).
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα η laicité αναφέρεται ενίοτε στον δημόσιο λόγο ως «αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη», εν αντιθέσει με την Ελλάδα όπου «λαμβάνουν χώρα καταστάσεις που δεν συμβαίνουν πουθενά στην Ευρώπη», μάλλον δηλώνει βαθιά ασχετοσύνη σχετικά με τα συμβαίνοντα και ισχύοντα στην συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης, παρά το αντίθετό της. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό μέρος των εχόντων δημόσιο λόγο στην Ελλάδα έχει μετεκπαιδευθεί στην Γαλλία και βρίσκεται υπό γαλλική πνευματική σφαίρα επιρροής, με αποτέλεσμα να θεωρείται λόγω ελλείμματος βασικής πληροφόρησης ότι τα συμβαίνοντα στην Γαλλία συμβαίνουν «παντού στην Ευρώπη». Εν αντιθέσει, η ευρωπαϊκή ήπειρος γνωρίζει μιαν εντυπωσιακή ποικιλία ρυθμίσεων των σχέσεων εκκλησίαςκράτους, με διάνυσμα από το μοντέλο της Γαλλίας μέχρι την σύμπτωση της ανώτατης πολιτικής και θρησκευτικής ξουσίας, δηλαδή την θεοκρατία (όπως στην Μεγάλη Βρεττανία, την Νορβηγία και αλλού, όπου η κεφαλή της εκκλησίας και η κεφαλή του κράτους είναι το αυτό πρόσωπο, ήτοι η βασίλισσα/βασιλιάς).
Ωστόσο η λαϊκότητα είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον σεβασμό των θρησκευτικών επιλογών. Δεν είναι απαραίτητο ένα κράτος να είναι λαϊκό για να σέβεται τη θρησκευτική ελευθερία. Αντίθετα έχουμε πληθώρα παραδειγμάτων όπου κράτη που αυτοχαρακτηρίζονται ως λαϊκά όχι απλά δεν τηρούν τη συνταγματική δέσμευση για θρησκευτική ελευθερία αλλά συστηματικά καταπιέζουν θρησκευτικές ομάδες, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας και των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αντίστοιχα στη Γαλλία πολλά προβλήματα σημειώθηκαν σχετικά με την απόφαση της κυβέρνησης να καταργήσει τη μουσουλμανική μαντίλα αλλά και τον χριστιανικό σταυρό στα γαλλικά σχολεία, δηλαδή να εξοβελίσει κάθε μαρτυρία πίστης εξ ίσου από τον δημόσιο χώρο.
Το 2015, σε ένα συλλογικό τόμο με τίτλο «Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος», στον οποίο είχα την τιμή να συνεισφέρω, παρουσιάζονται εκτενώς απαντήσεις για τα εν λόγω ζητήματα, από τις νομικές σχέσεις, τις οικονομικές σχέσεις, τον κατακερματισμό της νομοθεσίας αλλά και το μοντέλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Επιπλέον, ο φίλος και επιμελητής της έκδοσης δρ. Σωτήρης Μητραλέξης, Seeger Fellow στο Πανεπιστήμιο του Princeton, ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester και επίκουρος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη (Istanbul Şehir University) προχώρησε ακόμα περισσότερο με εργασίες που αναφέρονται στη διδασκαλία των Θρησκευτικών στην Ευρώπη αλλά και τη μισθοδοσία του κλήρου. Η τελευταία αυτή εργασία αποτέλεσε και τη βάση για την πρόθεση συμφωνίας που γνωστοποίησαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β’.
Σύμφωνα με την ανακοινωθείσα πρόθεση συμφωνίας:
- Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939, οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939, απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
- Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου ως, με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
- Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και, ως εκ τούτου, διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
- Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
- Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
- Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
- Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
- Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
- Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
- Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
- Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Τι πιστεύω για τη συμφωνία
Η πρόθεση συμφωνίας κατοχυρώνει δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Το πρώτο, την χαοτική πολυφωνία για τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους που πάντοτε κυριαρχεί, προηγουμένως καραδοκούσαν δύο σκοτεινές τάσεις.
Από τη μία το Κράτος εξασφαλίζει πως η Εκκλησία θα μπορούσε να εγείρει βάσιμες αξιώσεις για παρελθούσες πλημμελώς ή ουδόλως αποζημιωθείσες απαλλοτριώσεις και να δικαιωθεί από το ΕΔΑΔ – όπως μετά τον νόμο Τρίτση. Από την άλλη η Εκκλησία καταφέρνει να βάλει μια τάξη σε ένα δαιδαλώδες διοικητικό και νομικό κατασκεύασμα, το οποίο θα μπορούσε να την αφήσει «στον αέρα» σε περίπτωση που μονομερώς το Κράτος αποφάσιζε να διακόψει οριστικά και μονομερώς την μισθοδοσία του κλήρου.
Σε ό,τι αφορά την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, ακολουθείται η γραμμή που ξεκίνησε η ΝΔ το 2013 στην προσπάθεια αξιοποίησης των ακινήτων που ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, μια γραμμή με την οποία διαφώνησε και καταψήφιζε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, ο τρόπος εφαρμογής μίας τέτοιας συμφωνίας έχει πολλές παραμέτρους οι οποίες θα πρέπει να εξεταστούν ώστε τελικά η αξιοποίηση της περιουσίας να αποβεί προς όφελος και των δύο πλευρών και τελικά να καταλήξει σε μια «αυτοχρηματοδότηση» της Εκκλησίας, καθώς από εκεί θα προέκυπτε και η μόνιμη κρατική επιχορήγηση.
Αυτά που δεν διασαφηνίζονται είναι τα εξής:
- για πόσα χρόνια θα ισχύει η κρατική επιχορήγηση προς την Εκκλησία, τη στιγμή που συναρτάται με την εκκλησιαστική περιουσία
- τι θα ισχύσει για τις μητροπόλεις που υπάγονται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία
- τι θα συμβεί για τους λειτουργούς της μουσουλμανικής μειονότητας στη Δ. Θράκη
- ποιος φορέας θα ελέγχει το «Γραφείο Μισθοδοσίας» που θα συσταθεί;
Φυσικά το απολύτως σκανδαλώδες είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να θέσει σε καθεστώς ομηρίας χιλιάδες κληρικούς, προαναγγέλοντας… 10.000 προσλήψεις στο Δημόσιο. Το αποτέλεσμα αυτής της γελοίας εξαγγελίας ήταν να διχάσει τους κληρικούς, να προκαλέσει ένταση στην Ιεραρχία και τελικά να υπενθυμίσει πως το ζήτημα της μισθοδοσίας των ιερέων είναι μέριμνα της Πολιτείας. Αυτό πράγματι συμβαίνει και η Ιεραρχία δεν πρέπει να ξεχνά πως δεν είναι νομοθετικό σώμα- συνεπώς πρέπει έστω και την τελευταία στιγμή να επιδιώκει τον διάλογο και τη συναίνεση καθώς τίποτα δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να κινηθεί μονομερώς. Φυσικά, αυτή η διγλωσσία παραμένει μνημείο πολιτικού εμπαιγμού, που στόχο δεν είχε την βελτίωση του νομικού πλαισίου αλλά την εξαγγελία προσλήψεων και ύπαρξης περαιτέρω δημοσιονομικού χώρου.
Όσο για την ταμπακιέρα ουδείς λόγος. Θα εξακολουθήσει η Εκκλησία να είναι διοικητικά όμηρος του Κράτους; Θα πρέπει ο Καταστατικός της Χάρτης να εγκρίνεται από το Υπουργείο Παιδείας; Θα πρέπει οι εκλεγέντες μητροπολίτες να δίνουν ιαβεβαίωση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας; Και εν πάσει περιπτώσει οι φορείς της Εκκλησίας είναι ΝΠΔΔ ή όχι; Αν ναι οφείλουν να λειτουργούν όπως όλοι οι δημόσιοι φορείς και να αναρτούν υποχρεωτικά στη Διαύγεια. Αν όχι ας έχουν την ελευθερία -και την ευθύνη να λειτουργήσουν ως ιδιωτικά ιδρύματα.
Το ζήτημα σχέσεων Κράτους -Εκκλησίας είναι ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο θέμα, στο οποίο δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Απαιτεί σοβαρότητα, ευθύτητα ως προς τις προθέσεις και βεβάιως την πεποίθηση οτι υπάρχει ένα σοβαρό κράτος και μια κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της και δεν πρόκειται να «αιφνιδιάσει» σε ανύποπτο χρόνο μη τηρώντας τα όποια συμπεφωνημένα. Αυτό είναι και το στοιχείο που καθιστά στα μάτια Εκκλησίας και κοινωνίας την συμφωνία αυτή άγραφο χαρτί.
Συνολική έρευνα για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας (Σωτήρης Μητραλέξης, Άγγελος Χρυσόγελος)