Μόνο η οικονομικά ισχυρή Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει τον Ερντογάν και τους επιγόνους του

Συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν με ψυχολογικούς όρους για να ερμηνεύσουμε τις κινήσεις του: φρενοβλαβής, υπερφιλόδοξος, αλαζόνας, ανορθολογικός, άνθρωπος που βλέπει παντού συνωμοσίες εναντίον του και της Τουρκίας κ.α.

Πράγματι, στις διεθνείς σχέσεις και την ιστορία η ψυχολογική διάσταση ενός ηγέτη μπορεί -και παίζει- σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις και τις επιλογές που μπορεί να κάνει σε κρίσιμες στιγμές.

Αυτή είναι η μία διάσταση. Και είναι μια διάσταση που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της τρέχουσας κλιμακούμενης ελληνοτουρκικής διαμάχης για τις θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Προφανώς ο Τούρκος ηγέτης αισθάνεται και προβάλλει μια μορφή αυτοπεποίθησης που μπορεί να συμπυκνωθεί στην περίφημη ρήση πως «η Τουρκία προαναγγέλλει ότι κάνει και κάνει ότι προαναγγέλλει». Και πράγματι, η μέχρι τώρα πορεία έχει δείξει πως αυτή η ρήση εφαρμόζεται τουλάχιστον στο πεδίο των εντυπώσεων, που δεν είναι αμελητέο στην παρούσα κατάσταση.

Όταν λοιπόν δια στόματος Ερντογάν και Τσαβούσογλου ακούμε ότι «την επόμενη φορά δεν θα έχουμε ατύχημα» είναι προφανές αφενός πως αντιλαμβάνεται την έννοια του διαλόγου και αφετέρου ότι ξεδιπλώνει μια στρατηγική διασφάλισης αυτού που η Άγκυρα θεωρεί ζωτικό της χώρο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η στρατηγική τροφοδοτείται από την πραγματική ικανότητα της Τουρκίας αφενός να της δίνει υπόσταση (αγορά και ναυπήγηση ερευνητικών και πολεμικών πλοίων κτλ) και από την πραγματική επίκληση μιας πραγματικότητας που δεν μπορεί να αγνοηθεί ακόμα και αν στέλναμε στη Χάγη τους καλύτερους νομικούς- οτι δηλαδή η οικονομική δραστηριότητα που συντελείται στις βόρειες ακτές της Αν. Μεσογείου δεν μπορεί να αγνοείται από την ύπαρξη μικρών ελληνικών νησιών.

Είναι μια πραγματικότητα που μπορεί να καταπατά ή να ερμηνεύει αλά τούρκα πολλούς από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, να γίνεται με χονδροειδή τρόπο που δεν αρμόζει σε πολιτισμένη χώρα του 21ου αιώνα, αλλά πάντως είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθεί.

Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς πρόχειρα στα ιστορικά δεδομένα του 20ου αιώνα θα δει ότι τόσο η πληθυσμιακή σχέση όσο και η σχέση των ΑΕΠ Ελλάδας – Τουρκίας μέχρι το 1950 ήταν σταθερή (διόλου τυχαία αντιμετωπιζόμασταν ως «πακέτο»), μέχρι που από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 η Τουρκία μπήκε σε φάση αλματώδους ανάπτυξης του πληθυσμού της, κάτι που φυσικά επηρέασε και την οικονομική της ανάπτυξη και οδήγησε στον δεκαπλασιασμό του ΑΕΠ της στις αρχές του 2010 σε σχέση με το 1981.

Ιδίως στα χρόνια διακυβέρνησης Ερντογάν, δημιουργήθηκε μια νέα ισλαμική αστική τάξη στην ασιατική ενδοχώρα η οποία ομνύει στο όνομα του Τούρκου ηγέτη και η οποία διάγει βίο παράλληλο με τα παραδοσιακά κεμαλικά αστικά στρώματα της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της Άγκυρας.
Όσοι λοιπόν επιμένουν να βλέπουν μόνο την ψυχολογική διάσταση του Ερντογάν ή ποντάρουν στην ανατροπή του δεν πρέπει να ξεχνούν ότι πίσω από αυτόν υπάρχει μια άλλη τουρκική κοινωνία, ριζικά διαφορετική από αυτή που υπήρχε πριν μερικές δεκαετίες.

Φυσικά το αυταρχικό δημοκρατικό μοντέλο της Τουρκίας, ευνοεί σταθερά έναν ηγέτη και ένα κυρίαρχο κόμμα, όμως ο Ερντογάν πήγε πολύ παραπέρα: μεταμόρφωσε την τουρκική κοινωνία, κάτι που επιβεβαιώνεται και από το γεγονός οτι οι κάποτε περιθωριακές ιδέες του πολιτικού Ισλάμ έγιναν κυρίαρχη τάση στην Τουρκία. Και αυτό θα παραμείνει και μετά τον Ερντογάν, ως αυτό με το οποίο θα συνορεύουμε.

Αυτή λοιπόν, η πραγματολογική διάσταση του προβλήματος με την Τουρκία θα έπρεπε να απασχολεί το διπλωματικό σώμα και την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, ως ένα δομικό ζήτημα, μια νέα σταθερά στην ελληνοτουρκική εξίσωση. Και αυτή η σταθερά δεν μπορεί παρά να δημιουργεί την αναπόφευκτη σύγκριση, δηλαδή πως η Ελλάδα αξιοποίησε τους πόρους που της διατέθηκαν αφειδώλευτα για να μεταμορφώσει την οικονομία της.

Η δεκαετής κρίση χρέους φυσικά έχει δώσει οριστικές απαντήσεις για το αδιέξοδο του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης. Επίσης τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται σαφές πόσο οριακή είναι η χρήση του διπλωματικού κεφαλαίου σε συνθήκης παρατεταμένης κρίσης, με λίγα λόγια δεν μπορεί διαρκώς να κινητοποιούμε τρίτες χώρες να επέμβουν για να διασφαλίσουμε τα δικά μας συμφέροντα, ειδικά δε, σε μια συγκυρία που δημιουργείται εν τοις πράγμασι ένας ετερόκλητος αντιτουρκικός συνασπισμός στη Μέση Ανατολή.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπροστά της ένα μοναδικό δώρο σε μια ιστορική στιγμή – το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης. Η διάθεση των κονδυλίων πρέπει να έχει μια και μόνη στρατηγική, έναν έμπρακτο και χειροπιαστό στόχο που θα ενσαρκώνει τον «νέο πατριωτισμό» που επικαλείται συχνά στις ομιλίες του ο Πρωθυπουργός: Την ένταξη της Ελλάδας στους G20 μέχρι το 2040 και την δημογραφική της ανάπτυξη.
Για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους που είναι γνωστοί, η Ελλάδα έχασε το τρένο της πραγματικής ανάπτυξης τη δεκαετία του 80 και μετά, ενώ η Τουρκία επιβιβάστηκε τη δεκαετία του 2000 για να είναι σήμερα σε θέση να απολαμβάνει τους καρπούς αυτής της προσπάθειας, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει: έχει ένα δυναμικό πρωτογενή τομέα, αυτοκινητοβιομηχανία, πολεμική βιομηχανία που καλύπτει μεγάλο μέρος των αναγκών της και αριθμό Άμεσων Ξένων Επενδύσεων που δημιουργούν εξαρτήσεις που μεταγράφονται και στο πεδίο των διπλωματικών διεκδικήσεων – είναι γνωστό ποιες ευρωπαϊκές χώρες δεν επιθυμούν ούτε να συζητήσουν τυχόν κυρώσεις προς την Τουρκία για την συμπεριφορά της στην Ανατολική Μεσόγειο.

Δεν νοείται συνεπώς μια χώρα σαν την Ελλάδα να είναι τόσο αραιοκατοικημένη και το ΑΕΠ της να είναι υποδιπλάσιο και υποτετραπλάσιο από χώρες με ίδια αν όχι μικρότερη έκταση. Ήδη τα δείγματα ενεργούς διπλωματίας δίνουν το στίγμα μιας διαφορετικής προσέγγισης από την Αθήνα.

Η προσέγγιση με το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), οι συμφωνίες για ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο και ο άξονας που δημιουργείται με τη Γαλλία θέτουν ένα πρώτο πλαίσιο περιφερειακής δράσης. Η δράση όμως απαιτεί ευθύνες και πρωτοβουλίες. Κυρίως όμως απαιτεί στρατηγικό βάθος, που θα επιτευχθεί μέσα από την παραγωγική και δημογραφική μεταμόρφωση της χώρας ώστε να αντιμετωπίσει σθεναρά τον τουρκικό αναθεωρητισμό.

Δημοσιεύθηκε στο HellasJournal

Μοιράσου το όραμά μου