Το οικιστικό μοντέλο ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων έχει φτάσει σε οριακό σημείο. Με δεδομένο οτι το μπετό «γερνάει» ποια θα είναι η αντίδραση της πολιτικής και επιστημονικής κοινότητας μπροστά στην ανάγκη να ανανεωθεί το κτηριακό απόθεμα και να σταματήσει η αυθαίρετη δόμηση; Θα υπάρξει σχεδιασμός για την επόμενη ημέρα και αν ναι με ποια χαρακτηριστικά;
Μέσα στο πλαίσιο των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας, όπως αυτές προκύπτουν από το Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής, μέχρι το 2020 η χώρα οφείλει να έχει ολοκληρώσει τις τρεις παρακάτω πολιτικές:
- οριστική κατάρτιση του Εθνικού Κτηματολογίου
- σύνταξη Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων για τους Δήμους της χώρας
- τακτοποίηση αυθαιρέτων και επαναφορά της «ανταλλαγής» του συντελεστή δόμησης
Οι εν λόγω πολιτικές αποτελούν σταθμούς για το μέλλον των ελληνικών πόλεων καθώς θα είναι η πρώτη φορά που θα έχουμε στη διάθεσή μας σαφή αποτύπωση των χρήσεων γης, δασικούς χάρτες και σχέδια που θα αποτυπώνουν τις προθέσεις των κατά τόπους διοικήσεων για τη μορφή και τον χαρακτήρα των αστικών κέντρων.
Παράλληλα, μια σειρά εμβληματικών αναπλάσεων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έχουν προκαλέσει ζωηρές συζητήσεις αναφορικά με το ύφος αλλά και την ίδια τη λειτουργία τους μέσα στα μητροπολιτικά κέντρα. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν παλαιότερα η θέση για την κατασκευή του Μουσείου Γουλανδρή, η διπλή ανάπλαση σε Ελαιώνα-Λ. Αλεξάνδρας, αλλά και εσχάτως η κατασκευή του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στη θέση του παλαιού Ιπποδρόμου, η χρηματοδότηση μελέτης ανάπλασης της οδού Πανεπιστημίου από το Ίδρυμα Α. Ωνάσης και φυσικά η σχεδιαζόμενη επένδυση στο Ελληνικό και οι προτάσεις του αρχιτέκτονα Σερ Νόρμαν Φόστερ για ένα ουρανοξύστη.
Λαμβάνοντας υπόψιν τα τρέχοντα μακροοικονομικά δεδομένα της χώρας είναι σαφές πως το προς σύλληψη μοντέλο δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από το κράτος. Άλλωστε, τόσο από μια φιλελεύθερη όσο και από μια συντηρητική θεώρηση ο ρόλος του κράτους θα πρέπει να είναι συντονιστικός. Ο λόγος είναι ότι το μέγεθος της πρόκλησης είναι τόσο μεγάλο που ακόμα και μια κρατικά σχεδιασμένη οικονομία, δύσκολα θα μπορούσε να αναζωογονήσει όλο το κτηριακό απόθεμα της χώρας. Συνεπώς το προς εφεύρεση μοντέλο πρέπει να έχει ως κεντρικό στοιχείο τον ιδιωτικό τομέα ακολουθώντας το ευφυές σύστημα της αντιπαροχής. Με λίγα λόγια να πρόκειται για ένα client to client μοντέλο, στο οποίο το κράτος θα ορίζει το πλαίσιο οικοδόμησης και θα εισπράττει τα νόμιμα που προκύπτουν από την οικονομική δραστηριότητα που παράγεται, όπως συμβαίνει με όλους τους κλάδους. Η προστιθέμενη αξία έγκειται στο γεγονός ότι δημιουργούνται σύγχρονα, ενεργειακά αποδοτικά κτήρια, τα οποία θα έχουν σαφώς περισσότερους κοινόχρηστους χώρους και αναβαθμισμένη αισθητική αξία σε σχέση με τα παλαιότερα.
Εν προκειμένω η αποστολή των κρατικών υπηρεσιών έγκειται στο ποια σειρά αποφάσεων θα λάβουν ως προς τους όρους δόμησης και βεβαίως πως το project αυτό θα συνδεθεί με συγκεκριμένους κλάδους (εστίαση, τουρισμός, υπηρεσίες, μεταφορές) προκειμένου να λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά για την οικονομία.
Το πρώτο ερώτημα έχει να κάνει με την ίδια την έκταση των πόλεων. Σε μια χώρα μικρή με δύο γιγαντιαία μητροπολιτικά κέντρα, ποια στρατηγική θα υιοθετηθεί; Θα ενισχυθεί η εγκατάσταση στο κέντρο ή θα προκριθεί ένα μοντέλο αποκέντρωσης; Θα θέσει η διοίκηση συγκεκριμένα πολεοδομικά όρια στις πόλεις και αν ναι πως θα αντιμετωπίσει οριστικά τα ζητήματα αυθαίρετης δόμησης;
Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς ως προς τις προθέσεις μας, οι απαντήσεις είναι ήδη εκεί έξω. Είναι προφανές πως η διαρκής οικοδόμηση της Αττικής και της Θεσσαλονίκης υποβάθμισε τόσο το δομημένο όσο και το φυσικό περιβάλλον και η συνεχής επέκταση των πόλεων είναι ασύμφορη τόσο από πλευράς διαχείρισης όσο και από πλευράς κόστος. Αν πραγματικά η σκέψη μας είναι σε ένα νέο μοντέλο οικοδόμησης τότε υτό πρέπει να έχει ως στόχο τον υπάρχοντα αστικό ιστό.
Δεύτερο ζήτημα που συνδέεται άμεσα με τη βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος έγκειται στο ύψος των νέων κτηρίων. Θα εφαρμοστεί το σχέδιο για ανταλλαγή συντελεστή σε άλλη περιοχή; Ακολούθως, θα υπάρξουν ζώνες όπως λχ. Το City και το Canary Wharf του Λονδίνου ή η Defense του Παρισιού προκειμένου εκεί να δημιουργηθούν επιχειρηματικά hubs; Η πτυχή αυτή είναι ζωτική για την οικονομική απόδοση ενός νέου μοντέλου δόμησης.
Τέλος, ένα τρίτο ζήτημα συνδέεται περισσότερο με την «αφήγηση» των πόλεων. Τι θέλουμε να λένε οι πόλεις μας; Σε ποιους απευθύνονται και με ποιους όρους;
Τα ζητήματα αυτά είναι στον πυρήνα τους περισσότερο πολιτικά από ότι αισθητικά ή τεχνικά, χωρίς να μειώνεται φυσικά η αξία τους σε επίπεδο τεχνοκρατικό. Αποτελούν ή θα έπρεπε να αποτελούν κομβικά ζητήματα στη λήψη αποφάσεων, καθώς μέσα από αυτά εφαρμόζεται το όποιο μοντέλο ανάπτυξης της χώρας.
Θέλεις να μάθεις περισσότερα για τις προκλήσεις των πόλεων, γιατί κυριάρχησε η αντιπαροχή και τι κάνουν σήμερα στη Γερμανία;